- νυμφαγενής
- νυμφᾱ-γενής, ές,A nymph-born, Telest.1.5 ; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυμφαγενής — και νυμφηγε νής και νυμφογενής ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη 2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν ο + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με ᾱ και η ,… … Dictionary of Greek
νυμφαγενῆ — νυμφαγενής nymph born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νυμφαγενής nymph born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νυμφαγενής nymph born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαγενεῖ — νυμφαγενής nymph born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νυμφαγενής nymph born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek